- λαμπροφορώ
- (AM λαμπροφορῶ, -έω) [λαμπροφόρος]νεοελλ.-μσν.φορώ λαμπρά, γιορτινά ενδύματαμσν.διακοσμώ με πολυτέλειααρχ.1. φορώ λευκά ρούχα2. λάμπω («τοσοῡτον... λαμπροφορεῑ ἡ τῶν ἀγγέλων οὐσία», Αθαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμπροφορώ — λαμπροφόρεσα, λαμπροφορεμένος, φορώ γιορτινά ρούχα: Λαμπροφορέθηκαν για τη δεξίωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμπροφορία — η (AM λαμπροφορία) [λαμπροφορώ] νεοελλ. μσν. 1. το να φορά κάποιος πολυτελή ενδύματα 2. η περιβολή από νεοφώτιστους λευκής εσθήτας κατά την πρώτη εβδομάδα μετά το βάπτισμά τους αρχ. το να φορά κάποιος λευκά ενδύματα … Dictionary of Greek